- αστυνόμος
- οβαθμός αξιωματικού στην αστυνομία πόλεων (αστυνόμος β' και α').
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀστυνόμος — protecting the city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστύνομος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες … Dictionary of Greek
ἀστυνόμοι — ἀστυνόμος protecting the city masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυνόμοις — Ἀστύνομος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυνόμοις — ἀστυνόμος protecting the city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυνόμον — ἀστυνόμος protecting the city masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυνόμου — Ἀστύνομος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυνόμου — ἀστυνόμος protecting the city masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυνόμους — Ἀστύνομος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)